κερματισμός

κερματισμός
ο разбивание вдребезги

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "κερματισμός" в других словарях:

  • κερματισμός — breaking up small masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κερματισμός — ο (Α κερματισμός) [κερματίζω] νεοελλ. το κόψιμο ενός μεγαλύτερου συνόλου σε κομμάτια, ο τεμαχισμός αρχ. η αλλαγή ενός μεγάλου νομίσματος με μικρότερα κέρματα …   Dictionary of Greek

  • κερματισμός — ο ο τεμαχισμός ενός όλου σε μικρά κομμάτια, το κατακομμάτιασμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κερματισμῷ — κερματισμός breaking up small masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»